-
1 ἐξαλείφω
ἐξᾰλείφω, [tense] pf. [voice] Pass. ἐξαλήλιμμαι (v. infr.): subj.[tense] aor.2 [voice] Pass. ἐξαλῐφῇ v.l. in Pl.Phdr. 258b:—A plaster or wash over, ; ᾗ ἔτυχε.. οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος where it was not whitewashed, Th.3.20;τοὺς βωμοὺς ἐξαλείψαντι IG11.161A103
(Delos, iii B. C.):—[voice] Med., anoint,μύρῳ βρενθείῳ ἐξαλείψαο Sapph.Supp.23.20
.II wipe out, obliterate,ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα E.Hel. 262
: metaph., wipe out of one's mind,πάντα τὰ πρόσθεν Pl.Tht. 187b
;τὸ γιγνώσκειν D.37.34
; [ ὑπόνοιαν] Men.Pk. 310(prob.); cancel,ἐ. ψηφίσματα And.1.76
;νόμους Lys.1.48
;αἰτίας Arist.Ath.40.3
; ἐξαλειφόντων (sc. τὸ ὀφείλημα) IG12.91.10; esp. at Athens, ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου strike his name off the roll, X.HG2.3.51, cf. Arist. Ath.36.2; soἐ. τινά Ar.Eq. 877
, cf. D.39.39; opp. ἐγγράφω, Ar. Pax 1181, Lys.30.2, etc.;ὑμᾶς ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Th.3.57
:—[voice] Med., ἐξαλείψασθαι τὰς ἀπογραφάς to get one's inventory cancelled, Pl.Lg. 850d: metaph., ἐ. πάθος φρενός blot it out from one's mind, E.Hec. 590.2 metaph., wipe out, destroy, , cf. E.Hipp. 1241:—[voice] Pass.,ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Hdt.7.220
;τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναι A.Th.15
;οὐδ' ἄπαις δόμος.. ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν E.IT 698
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαλείφω
См. также в других словарях:
εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… … Dictionary of Greek